λινεύς

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A = κεστρεύς, Call.Com.3, Phot., Hsch.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, ein Meerfisch, mugil, Ath. VII, 286 b; B. A. 474 u. a. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνεύς: έως, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, εἶδος κεστρέως, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Φώτ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
mulet, poisson.
Étymologie: λίνον.

Greek Monolingual

λινεύς, -έως, ὁ (Α)
είδος θαλασσινού ψαριού, ο κεστρεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του λινεύω
από τον τρόπο αλιεύσεως και η ονομασία του ψαριού].