λιπαρόθρονος

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A bright-throned, A.Eu.806, Lyr.Adesp.140.6, Aristonous 2.16.

German (Pape)

[Seite 50] mit glänzendem Sitze, ἐσχάραι, Aesch. Eum. 773, wo man beim Opferaltar auch den vom Fett der Opfer triefenden Sitz erklären kann; auch Stob. ecl. 1, 6, 12.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰρόθρονος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν θρόνον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 806, Ποιητὴς παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 2. 174.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au siège brillant.
Étymologie: λιπαρός, θρόνος.

Greek Monolingual

λιπαρόθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + θρόνος.