λιπεργάτης

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A unemployed labourer (s.v.l.), v. λιπερνήτης.

German (Pape)

[Seite 51] ὁ, der seine Arbeit verläßt, Long. 2, 22, wo Schäfer λιπερνήτης vermuthet.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπεργάτης: ὁ, ὁ λιπὼν τὸ ἑαυτοῦ ἔργον, ἴδε ἐν λ. λιπερνής.

Greek Monolingual

λιπεργάτης, ὁ (Α)
αυτός που εγκαταλείπει το έργο του, ο εργάτης που εγκαταλείπει την εργασία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + ἐργάτης.