λιχνίζω

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αποχωρίζω το άχυρο από το σιτάρι με το λιχνιστήρι, λικμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. του λιχνῶ, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλίχνησα, που συνέπιπτε με τον αόρ. -ισα ρημάτων με ενεστ. σε -ίζω].