Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(AM ἀποχωρίζω)
1. χωρίζω κάτι από άλλο
2. (-ομαι) χωρίζομαι από κάποιον ή κάτι
μσν.- νεοελλ.
κάνω διάκριση, ξεχωρίζω
μσν.
1. περιφρονώ
2. εγκαταλείπω.