αποχωρίζω

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποχωρίζω)
1. χωρίζω κάτι από άλλο
2. (-ομαι) χωρίζομαι από κάποιον ή κάτι
μσν.- νεοελλ.
κάνω διάκριση, ξεχωρίζω
μσν.
1. περιφρονώ
2. εγκαταλείπω.