πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
(AM ἀποχωρίζω)1. χωρίζω κάτι από άλλο2. (-ομαι) χωρίζομαι από κάποιον ή κάτιμσν.- νεοελλ.κάνω διάκριση, ξεχωρίζωμσν.1. περιφρονώ2. εγκαταλείπω.