λίκνισμα

Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το λικνίζω
1. παλινδρομική κίνηση της κούνιας του μωρού, το κούνημα της κούνιας
2. κάθε ρυθμική παλινδρομική κίνηση, αιώρηση, ταλάντωση, κούνημα.