ταλάντωση

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

η / ταλάντωσις, -ώσεως, ΝΑ [[ταλαντῶ, -ώνω]]
ταλάντευση
νεοελλ.
1. φυσ. α) (μηχαν.) κίνηση που εκτελεί ένα ελαστικό υλικό, όταν εκτρέπεται από την κατάσταση ισορροπίας του
β) (ηλεκτρ.-ηλεκτρον.) διαδοχή ηλεκτρικών ρευμάτων φόρτισης-εκφόρτισης, η οποία παρατηρείται σε κυκλώματα που περιέχουν χωρητικότητες και αυτεπαγωγές, δηλαδή πυκνωτές και πηνία
2. μαθημ. αριθμός που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του άνω και κάτω πέρατος μιας συνάρτησης η οποία είναι ορισμένη σε ένα φραγμένο διάστημα
3. φυσιολ. η περιοδική αυξομοίωση του εύρους τών αρτηριών λόγω της συστολικής και διαστολικής μεταβολής της αρτηριακής πίεσης
αρχ.
στάθμιση, ζύγισμα.