ταλάντωση
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
η / ταλάντωσις, -ώσεως, ΝΑ [[ταλαντῶ, -ώνω]]
ταλάντευση
νεοελλ.
1. φυσ. α) (μηχαν.) κίνηση που εκτελεί ένα ελαστικό υλικό, όταν εκτρέπεται από την κατάσταση ισορροπίας του
β) (ηλεκτρ.-ηλεκτρον.) διαδοχή ηλεκτρικών ρευμάτων φόρτισης-εκφόρτισης, η οποία παρατηρείται σε κυκλώματα που περιέχουν χωρητικότητες και αυτεπαγωγές, δηλαδή πυκνωτές και πηνία
2. μαθημ. αριθμός που ισούται με τη διαφορά μεταξύ του άνω και κάτω πέρατος μιας συνάρτησης η οποία είναι ορισμένη σε ένα φραγμένο διάστημα
3. φυσιολ. η περιοδική αυξομοίωση του εύρους τών αρτηριών λόγω της συστολικής και διαστολικής μεταβολής της αρτηριακής πίεσης
αρχ.
στάθμιση, ζύγισμα.