κούνημα

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούνημα Medium diacritics: κούνημα Low diacritics: κούνημα Capitals: ΚΟΥΝΗΜΑ
Transliteration A: koúnēma Transliteration B: kounēma Transliteration C: kounima Beta Code: kou/nhma

English (LSJ)

κόκων ἢ ὁ κύων, Hsch.

Greek Monolingual

το κουνώ
1. λίκνισμα, σάλεμα
2. αιώρηση, ταλάντευση
3. τράνταγμα, κλονισμός
4. νεύμα
5. στον πληθ. τα κουνήματα
θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια.