κούνημα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κούνημα Medium diacritics: κούνημα Low diacritics: κούνημα Capitals: ΚΟΥΝΗΜΑ
Transliteration A: koúnēma Transliteration B: kounēma Transliteration C: kounima Beta Code: kou/nhma

English (LSJ)

κόκων ἢ ὁ κύων, Hsch.

Greek Monolingual

το κουνώ
1. λίκνισμα, σάλεμα
2. αιώρηση, ταλάντευση
3. τράνταγμα, κλονισμός
4. νεύμα
5. στον πληθ. τα κουνήματα
θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια.