λικνίζω

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικνίζω Medium diacritics: λικνίζω Low diacritics: λικνίζω Capitals: ΛΙΚΝΙΖΩ
Transliteration A: liknízō Transliteration B: liknizō Transliteration C: liknizo Beta Code: likni/zw

English (LSJ)

= λικμάω, PFay.102.30 (ii A.D.), Glossaria.

German (Pape)

[Seite 47] = λικμάω.

Greek (Liddell-Scott)

λικνίζω: (λίκνον) = λικμάω «λιχνίζω»· ὡσαύτως λεικνίζω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

λικνίζω) λίκνον
νεοελλ.
1. κινώ παλινδρομικά την κούνια για να κοιμίσω το μωρό μέσα σ' αυτήν
2. (γενικά) κινώ κάτι παλινδρομικά σαν κούνια
3. καθησυχάζω, βαυκαλίζω, αποκοιμίζω κάποιον με απατηλές ελπίδες
αρχ.
λικμίζω, λιχνίζω.