λουτροδάϊκτος

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A slain in the bath, A.Ch.1071 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

λουτροδάϊκτος: -ον, ὁ φονευθεὶς ἐν τῷ λουτρῷ, Αἰσχύλ. Χο. 1071.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué dans le bain.
Étymologie: λουτρόν, δαΐζω.

Greek Monolingual

λουτροδάϊκτος, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε στο λουτρόλουτροδάϊκτος δ' ὤλετ' 'Αχαιῶν πολέμαρχος ἀνήρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -δάϊκτος (< δαΐζω «σφάζω, φονεύω»), πρβλ. ανδρο-δάικτος, πυργο-δάικτος].