ον,
A viminarius, Gloss.
λῠγοπλόκος: -ον, = λυγιστής, Γλωσσ.
λυγοπλόκος, -ον (Α)λυγιστής, κατασκευαστής καλαθιών και άλλων αντικειμένων με πλέγματα κλάδων λυγαριάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύγος «λυγαριά» + -πλόκος (< πλέκω), πρβλ. λογο-πλόκος, μυθο-πλόκος.