λυκόσπαστος

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον, = foreg. 1, Hsch.

   A s.v. λελυκωμένα.

Greek Monolingual

λυκόσπαστος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς, κατασπαραγμένος από λύκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανά-σπαστος, νευρό-σπαστος].