λυκοσπάς

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοσπάς Medium diacritics: λυκοσπάς Low diacritics: λυκοσπάς Capitals: ΛΥΚΟΣΠΑΣ
Transliteration A: lykospás Transliteration B: lykospas Transliteration C: lykospas Beta Code: lukospa/s

English (LSJ)

λυκοσπάδος, ὁ, ἡ,
A torn by wolves, epithet of bees, Nic.Th.742 (because generated from corpses of oxen torn by wolves, Sch. adloc.).
II of horses, Ἀτράκιον δἤπειτα λυκοσπάδα πῶλον ἐλαύνει Call.Fr.474, where it may mean drawn by the bit (λύκος v.1), cf. Plu.2.641f, or ἀποσπασθεισαν ἀπὸ λύκου as expld. by Choerob. in Theod.1.287, cf. Plu. l. c. (where horses bitten by wolves are said to become speedier); but οἱ λ. were a breed of horses in lower Italy, = ἵπποι αἱ Ἐνετίδες, Phot., cf. Hsch., Ael.NA16.24.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
cheval sauvage de la Basse-Italie, animal.
Étymologie: λύκος, σπάω.

German (Pape)

άδος, vom Wolfe zerrissen; Ael. N.A. 1.38; Nic. Th. 742; vom Wolfe angefallen, ἵπποι, über die Plut. Symp. 2.8 spricht, eine Pferderace in Unteritalien, vgl. Ael. H.A. 16.24.

Russian (Dvoretsky)

λῠκοσπάς: άδος (ᾰδ) ὁ ликоспад, «подвергшийся нападению волков» (конь особой породы, разводившейся в Нижней Италии) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοσπάς: -άδος, ὁ, ἡ, διεσπασμένος, κατεσπαραγμένος, ὑπὸ λύκων, ὡς τὸ λυκόβρωτος, ταῦροι Νικ. Θηρ. 742· ― λυκόσπαστος, ον, Ἡσύχ. ΙΙ. συρόμενος, ἑλκόμενος διὰ τοῦ χαλινοῦ (λύκος ν Ι)· ― οὕτω λυκοσπάδες ἦσαν φυλὴ ἵππων ἐν τῇ Ἰταλίᾳ, ἀλλαχοῦ Ἑνετοί, Πλούτ. 2. 641F, Αἰλ. π. Ζ. 16. 24· ὁ Στράβ. 315 ἑρμηνεύει τὸ ὄνομα ὡς = λυκοφόρος. ΙΙΙ. ὄνομα σφηκῶν, Νικ. Θηρ. 742, ἔνθα ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

λυκοσπάς, -άδος, ὁ, ἡ (Α)
1. κατασπαραγμένος από λύκους
2. επίθετο τών μελισσών οι οποίες εκκολάπτονται πάνω στα πτώματα τών βοδιών που κατασπαράχθηκαν από λύκους
3. (για ίππο) αυτός που σύρεται με λύκο, δηλ. με σιδερένιο άγκιστρο που βρίσκεται στο χαλινάρι («Ἀτράκιον δἤπειτα λυκοσπάδα πῶλον ἐλαύνει», Καλλίμ.)
4. (κατά τον Στράβ.) λυκοφόρος
5. (το αρσ. στον πληθ.) οι λυκοσπάδες
ράτσα ευκίνητων ίππων της κάτω Ιταλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -σπάς, -άδος (< σπάω), πρβλ. οδυνοσπάς, παρασπάς].