λυσσοδίωκτος

Revision as of 07:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A pursued by madness, Orac. ap. X.Eph.1. 6.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσοδίωκτος: -ον, καταδιωκόμενος ὑπὸ μανίας, Ξεν. Ἐφ. 1, 6.

Greek Monolingual

λυσσοδίωκτος, -ον (Α)
αυτός που διώκεται, που κατέχεται από μανία, ιδίως ερωτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δίωκτος (< διώκω), πρβλ. δημο-δίωκτος, λυκο-δίωκτος].