μακροβόλος

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A far-throwing, σφενδόνη Id.8.3.33 (Comp.), Eust.311.20 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροβόλος: -ον, ὁ βάλλων μακράν, σφενδόνη Στράβ. 311. 20.

Greek Monolingual

-ο (AM μακροβόλος, -ον)
αυτός που βάλλει μακριά, που ρίχνει, που εξακοντίζει σε μεγάλη απόσταση («μακροβολωτέρας δ' οὔσης τῆς σφενδόνης πεσεῑν τὸν Δέγμενον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.