λυρίζω

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

   A play the lyre, Chrysipp.Stoic.3.140, Anacreont.42.12, Teucer in Cat. Cod.Astr.7.202.    II trans., play on the lyre, ποιήματα Phalar.Ep. 67.1.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρίζω: παίζω τὴν λύραν, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1037Ε, Ἀνακρεόντ. 45. 12.

French (Bailly abrégé)

chanter sur la lyre.
Étymologie: λύρα.

Greek Monolingual

λυρίζω (AM) λύρα
παίζω λύρα
μσν.
μτφ. επαναλαμβάνω συνεχώς την ίδια πράξη
αρχ.
τραγουδώ με συνοδεία λύρας.