μανάρι

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. σιτευτό αρνί που τρέφεται στο σπίτι και προορίζεται για σφαγή, θρεφτάρι
2. θωπευτική προσφώνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀμνάριον με επίδραση του μάννα.