μᾶλον
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μᾶλον: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆλον.
French (Bailly abrégé)
dor. c. μῆλον¹.
English (Slater)
μᾱλον
1 apple met., test., Libanius, ep. 36. 1, Πίνδαρός πού φησιν εἶναι μάλων χρυσῶν φύλαξ, τὰ δ' εἶναι Μουσῶν καὶ τούτων ἄλλοτε ἄλλοις νέμειν (μήλων codd.: corr. Boeckh) fr. 288.
Greek Monolingual
μᾱλον, τὸ (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μήλον.