μαρμαρογλύπτης

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ου, ὁ, =

   A marmorum sculptor, Gloss.

Greek Monolingual

ο (Α μαρμαρογλύπτης)
μαρμαράς, μαρμαρογλύφος, λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος / μάρμαρον + γλύπτης (< γλύφω), πρβλ. ξυλο-γλύπτης.