μαρμαρογλύφος

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

ο
1. τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία του μαρμάρου, μαρμαράς
2. γλύπτης ειδικός στην κατασκευή μαρμάρινων καλλιτεχνημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + -γλύφος (< γλύφω)].