μαρμελάδα

Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
(τροφ. τεχνολ.) πολτός από βρασμένα φρούτα και ζάχαρη ή μέλιμαρμελάδα ροδάκινο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. marmelade < πορτογαλ. marmelada < λατ. melimēlum < μελίμηλον.