ματαϊσμός

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

or μᾰτᾳσμός, ὁ, =

   A crepitus ventris, Pl.Com.61 (pl.), Seleuc. ap. Ath.2.76f (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταϊσμός: -οῦ, ὁ, ματαιότης, ἀνοησία, μωρία, ἐν τῷ πληθ., Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 76F· προβλ. ἀποματαΐζω.

Greek Monolingual

ματαϊσμός και ματᾳσμός, ὁ (Α) ματᾴζω
θόρυβος κοιλιάς, γουργούρισμα.