(Α μειονεκτῶ, -έω) μειονέκτης1. έχω κάτι σε μικρότερο βαθμό από κάποιον άλλο, υστερώ ως προς κάτι2. είμαι κατώτεροςνεοελλ.έχω ελάττωμα.