μετάδουπος

Revision as of 07:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A falling at haphazard, indifferent, ἡμέραι Hes.Op. 823.

German (Pape)

[Seite 146] (mit Getöse) dazwischen fallend, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, die dazwischen liegenden Tage, Hes. O. 825.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδουπος: -ον, ὁ παρεμπίπτων ἢ μεταξὺ πίπτων, ὁ μὴ ἔχων δύναμίν τινα, ἀδιάφορος, ἡμέραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe au milieu de, intermédiaire.
Étymologie: μετά, δοῦπος.

Greek Monolingual

μετάδουπος, -ον (Α)
αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ' ὀνειαρ, αἱ δ' ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί-δουπος, οπλό-δουπος)].