μετασπῶ, -άω (Α)σύρω κάποιον από ένα μέρος σε άλλο («πειρᾷ μετασπᾱν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σπῶ «τραβώ, σύρω»].