μετασπώ

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

μετασπῶ, -άω (Α)
σύρω κάποιον από ένα μέρος σε άλλο («πειρᾷ μετασπᾶν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σπῶ «τραβώ, σύρω»].