μετασπώ

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

μετασπῶ, -άω (Α)
σύρω κάποιον από ένα μέρος σε άλλο («πειρᾷ μετασπᾶν, σκληρὰ μαλθακῶς λέγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + σπῶ «τραβώ, σύρω»].