μεταρχή

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

Dor. -ά, ἡ, part of the νόμος κιθαρῳδικός, Poll.4.66.

Greek Monolingual

μεταρχή και δωρ. τ. μεταρχά, ἡ (Α)
μέρος του κιθαρωδικού νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀρχή (πρβλ. κατ-αρχή, υπ-αρχή)].