μεταρχή

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρχή Medium diacritics: μεταρχή Low diacritics: μεταρχή Capitals: ΜΕΤΑΡΧΗ
Transliteration A: metarchḗ Transliteration B: metarchē Transliteration C: metarchi Beta Code: metarxh/

English (LSJ)

Dor. μεταρχά, ἡ, part of the νόμος κιθαρῳδικός, Poll.4.66.

Greek Monolingual

μεταρχή και δωρ. τ. μεταρχά, ἡ (Α)
μέρος του κιθαρωδικού νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀρχή (πρβλ. καταρχή, υπαρχή)].