μετωπίς

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A head-bandage, Hsch.

German (Pape)

[Seite 164] ίδος, ἡ, Stirnband, nach Hesych. ἰατρικὸν ἐπίδεσμον.

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίς: -ίδος, ἡ, «ἰατρικὸς ἐπίδεσμος» (δηλ. τοῦ μετώπου) Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μετωπίς, -ίδος, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ιατρικός ἐπίδεσμος» του μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετωπ-ίδ-ς < μέτωπον + επίθημα -ιδ- (πρβλ. γλωττ-ίς)].