μηνίγγι

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μηλίγγι και μελίγγι, το (Α μηνίγγιον)
η μήνιγγα
αρχ.
υποκορ. του μῆνιγξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνίγγ-ιον, υποκορ. του μῆνιγξ, -ιγγος. Ο τ. μηλίγγι < μηνίγγι με ανομοιωτική τροπή του -ν- σε -λ-, ενώ ο τ. μελίγγι < μηλίγγι με τροπή του -η- σε -ε- από την επίδραση του ακολουθούντος -λ- (πρβλ. και θηλιά > θελιά)].