μετοικώ

Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(Α μετοικῶ, -έω και λοκρικός τ. μεταFοικέω) μέτοικος
αλλάζω τόπο διαμονής ή κατοικίας, μετακομίζω
νεοελλ.
αποδημώ
αρχ.
είμαι εγκατεστημένος σε πόλη ως μέτοικος.