Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
(Α μετοικῶ, -έω και λοκρικός τ. μεταFοικέω) μέτοικοςαλλάζω τόπο διαμονής ή κατοικίας, μετακομίζωνεοελλ.αποδημώαρχ.είμαι εγκατεστημένος σε πόλη ως μέτοικος.