μνημόνευση

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α μνημόνευσις)
το να θυμάται ή να μνημονεύει κανείς κάτι
νεοελλ.
μνεία, αναφορά, υπόμνηση
αρχ.
τελετή που γινόταν υπέρ της μνήμης προσώπου που είχε πεθάνει.