υπόμνηση
From LSJ
Greek Monolingual
η / ὑπόμνησις, -ήσεως, ΝΜΑ ὑπομιμνήσκω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπομιμνήσκω, υπενθύμιση
μσν.
(νομ.) πρόσκληση στο δικαστήριο, κλήτευση
μσν.-αρχ.
εορτασμός επετείου
αρχ.
1. αναφορά σε κάτι, μνεία
2. εξιστόρηση, αφήγηση («ἐς δάκρυα πορθμεύουσ' ὑπόμνησιν κακῶν», Ευρ.)
3. (κατά τον Πλάτ.) η τέχνη της συγγραφής
4. ιατρ. α) πρόκληση, υποκίνηση («ὑπόμνησις τῆς ὀρέξεως», Σωρ.)
β) αναζωογόνηση τών φυσικών λειτουργιών
γ) (για νήσο) υποτροπή
5. πραγματεία, εγχειρίδιο
6. ένορκη κατάθεση
7. προειδοποίηση
8. φρ. «ὑπόμνησιν τινος ἔχειν» — το να είναι κάποιος ικανός να προτείνει κάτι (Ξεν.).