-α, -ο και -ικοαιμοβόρος. επίρρ...μοβόρικαμε μοβόρο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμοβόρος, με σίγηση του αρκτικού άτονου αι- (πρβλ. ματώνω < αἱματώνω)].