μιαρωσύνη

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

μιαρωσύνη: ἡ, μιαρία, μιαρότης, μιαρωσύνης νομιζομένης τῆς προτέρας ἱερωσύνης Θ. Βαλσ. ἐν Συντ. καν. τ. 4, σ. 474.

Greek Monolingual

μιαρωσύνη, ἡ (Μ) μιαρός
μιαρότητα, ανοσιότητα, ανιερότητα.