μιαρότητα
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Η (Α μιαρότης) μιαρός
το να είναι κανείς μιαρός, αισχρότητα, ανιερότητα, ανοσιότητα
νεοελλ.
1. βεβήλωση
2. μτφ. μόλυνση.