μνιαρός

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ά, όν,

   A mossy, πλαταμῶνες Opp.H.2.167.    2 soft as moss, τάπης AP6.250 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 196] moosig, moosartig, πλαταμῶνες, Opp. H. 2, 167. – Ueberhaupt = wollig, weich, τάπης, Antiphil. 6 (VI, 250).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 de mousse, moussu;
2 moelleux comme la mousse.
Étymologie: μνίον.

Greek Monolingual

μνιαρός, -ά, -όν (Α) μνίον
1. αυτός που είναι γεμάτος από μνία
2. αυτός που είναι μαλακός όπως τα μνία.