μνιαρός
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
ά, όν,
A mossy, πλαταμῶνες Opp.H.2.167.
2 soft as moss, τάπης AP6.250 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 196] moosig, moosartig, πλαταμῶνες, Opp. H. 2, 167. – Überhaupt = wollig, weich, τάπης, Antiphil. 6 (VI, 250).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 de mousse, moussu;
2 moelleux comme la mousse.
Étymologie: μνίον.
Greek Monolingual
μνιαρός, -ά, -όν (Α) μνίον
1. αυτός που είναι γεμάτος από μνία
2. αυτός που είναι μαλακός όπως τα μνία.
Greek Monotonic
μνιᾰρός: -ά, -όν, αυτός που έχει την υφή του βρύου, απαλός σαν βρύο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μνῐᾰρός: покрытый мхом, мшистый или мягкий как мох (τάπης Anth.).