μονολεχής

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

Ion. μουνο-, ές,

   A = μονόκοιτος, διαζυγίη AP 5.8 (Rufin.); κοῖται ib. 12.226 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 203] ές, = μονόκοιτος; Plut. de ad. et am. discr. 20, von der Frau, neben φίλανδρος; – διαζυγία, Rufin. 25 (V, 9); κοῖται, Strat. 68 (XII, 226).

Greek (Liddell-Scott)

μονολεχής: Ἰων. μουν-, ές, = μονόκοιτος, Πλούτ. 2. 57D, Ἀνθ. Π. 5. 9., 12. 226.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui couche seul.
Étymologie: μόνος, λέχος.

Greek Monolingual

μονολεχής, ιων. τ. μουνολεχής, -ές (Α)
μονόκοιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -λεχής (< λέχος), πρβλ. κοινο-λεχής].