μογγολοειδής

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που είναι όμοιος με Μογγόλο
2. ιατρ. χαρακτηρισμός παιδιών που η όψη τους θυμίζει άτομο μουγολικής φυλής με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο επίκανθο
3. φρ. «μογγολοειδής γεωγραφική φυλή»
ανθρωπολ. ομάδα ανθρώπινων πληθυσμών που απαντούν στην ανατολική, νοτιοανατολική και κεντρική ανατολική Ασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < mongoloid].