μικρόθυμος

Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ον,

   A mean-spirited, narrow-minded, D.H.11.12.

German (Pape)

[Seite 184] kleinmüthig, kleinlich oder niedrig denkend, D. Hal. 11, 12.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόθῡμος: -ον, ὁ μικρόψυχος, Διον. Ἁλ. 11. 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μικρόθυμος, -ον)
αυτός που έχει αδύναμη ψυχή, ασθενές φρόνημα, λιγόψυχος, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + θυμός (πρβλ. μεγαλό-θυμος)].