μουγγρί

Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ζωολ. κοινή ονομασία τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας congridae, γνωστών και με τη λόγια ονομασία γόγγρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γογγρίον, υποκορ. του γόγγρος «είδος ψαριού», με παρετυμολ. επίδραση του μουγγρίζω].