μοτακίλλα
Greek Monolingual
η
ζωολ. η σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motacilla < λατ. motacilla «σουσουράδα» < moto, θαμ. ρ. του moveo «κουνώ»].
η
ζωολ. η σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motacilla < λατ. motacilla «σουσουράδα» < moto, θαμ. ρ. του moveo «κουνώ»].