Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σουσουράδα

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

Greek Monolingual

η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους μοτακίλλα της οικογένειας μοτακιλλίδες, γνωστό με τη λόγια ονομασία σεισοπυγίς, με αρκετά είδη και υποείδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τρία είδη, κν. γνωστά ως κιτρινοσουσουράδα, σταχτοσουσουράδα και λευκοσουσουράδα
2. μτφ. ελαφρόμυαλη, κουτσομπόλα γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. σεισουράδα < σεισούρα (< σείω + ουρά) + κατάλ. -άδα με προληπτική αφομοίωση του /i/ (-ει-) σε -ου- (πρβλ. και αρχ. σεισοπυγίς)].