σουσουράδα
From LSJ
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
Greek Monolingual
η, Ν
1. ζωολ. κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους μοτακίλλα της οικογένειας μοτακιλλίδες, γνωστό με τη λόγια ονομασία σεισοπυγίς, με αρκετά είδη και υποείδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν τρία είδη, κν. γνωστά ως κιτρινοσουσουράδα, σταχτοσουσουράδα και λευκοσουσουράδα
2. μτφ. ελαφρόμυαλη, κουτσομπόλα γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. σεισουράδα < σεισούρα (< σείω + ουρά) + κατάλ. -άδα με προληπτική αφομοίωση του /i/ (-ει-) σε -ου- (πρβλ. και αρχ. σεισοπυγίς)].