μοτακίλλα
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
η
ζωολ. η σουσουράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motacilla < λατ. motacilla «σουσουράδα» < moto, θαμ. ρ. του moveo «κουνώ»].