μνημοδόχος

Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ὁ,

   A recorder, CIG4316f (Arycanda).

Greek (Liddell-Scott)

μνημοδόχος: ὁ, ὁ ὑπομνηματογράφοςὑπομνηματοφύλαξ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4316f.

Greek Monolingual

μνημοδόχος, ὁ (Α)
υπομνηματογράφος ή υπομνηματοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόχος].