μνημοδόχος
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
ὁ, recorder, CIG4316f (Arycanda).
Greek (Liddell-Scott)
μνημοδόχος: ὁ, ὁ ὑπομνηματογράφος ἢ ὑπομνηματοφύλαξ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 4316f.
Greek Monolingual
μνημοδόχος, ὁ (Α)
υπομνηματογράφος ή υπομνηματοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος].