μπανιέρα

Revision as of 11:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. μεγάλη λεκάνη από μάρμαρο ή πορσελάνη σε λουτρό σπιτιού, όπου κανείς λούζεται και πλένει το σώμα του, λουτήρας
2. καμπίνα σε χώρο θαλάσσιων λουτρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μπάνιο + κατάλ. -ιέρα (πρβλ. φρουτ-ιέρα)].