μπάνιο
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Greek Monolingual
το (Μ μπάνιο)
συν. στον πληθ. τα μπάνια
ιαματικές πηγές οι οποίες έχουν τις κατάλληλες για την εξυπηρέτηση τών ασθενών εγκαταστάσεις
νεοελλ.
1. μέρος του σπιτιού όπου μπορεί να πλυθεί κανείς («μπήκε στο μπάνιο»)
2. το πλύσιμο του σώματος («κάθε πρωί παίρνει το μπάνιο του»)
3. η λεκάνη στην οποία κάνει κανείς μπάνιο, ο λουτήρας
4. θαλάσσιο λουτρό («πάμε στη θάλασσα να κάνουμε μπάνιο»)
5. ναυτ. α) ποδίσκος τριγωνικού ή ωτοειδούς ιστίου
β) το πρόσθιο κρέμασμα του ιστίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. bagno < λατ. balneum < αρχ. ελλ. βαλανεῖον «λουτρό»].