νέριο

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και νήριο, το (Α νήριον)
βοτ. γένος δικότυλων φυτών με ένα μόνο πολύμορφο είδος, το Nerium oleander, γνωστό ως ροδοδάφνη, πικροδάφνη, λέαντρος, που είναι αειθαλής θάμνος ή δενδρύλλιο και φυτρώνει στις όχθες ποταμών και ρυακιών ή καλλιεργείται σε πλατείες, πάρκα κ.α. για καλλωπιστικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νήριον παράγεται από τη λ. νηρόν «δροσερό» λόγω του ότι το φυτό αυτό ευδοκιμεί κοντά σε ρυάκια. Η λ., ως νεοελλ. όρος, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nerium < λατ. nerium < νήριον.